λίχνισμα

λίχνισμα
το, -ατος
το χώρισμα των καρπών των δημητριακών από τα άχυρα: Μετά το αλώνισμα του σιταριού ήρθε η ώρα για το λίχνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίχνισμα — το [λιχνίζω] το ξεχώρισμα τού καρπού τών σιτηρών από το άχυρο με το λιχνιστήρι …   Dictionary of Greek

  • λικμητικός — ή, ό (AM λικμητικός, ή, όν) [λικμώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • λιχνιστικός — ή, ό [λιχνιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα ή ο κατάλληλος για το λίχνισμα («λιχνιστική μηχανή») …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • αλίχνιστος — η, ο (για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω] …   Dictionary of Greek

  • ανέμισμα — το [ανεμίζω] 1. το λίχνισμα 2. η κίνηση της ανέμης …   Dictionary of Greek

  • αναλικμώ — ἀναλικμῶ ( άω) (Α) [λικμῶ] αποχωρίζω τα άχυρα από το σιτάρι με λίχνισμα, λιχνίζω …   Dictionary of Greek

  • ανεμίδα — (I) η 1. η πολύ ψιλή, σχεδόν αδιόρατη βροχή 2. ο φλοιός του σταριού ή οι κούφιες σταφίδες που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίδι < μσν. ανεμίδιον «ελαφρός άνεμος»]. (II) η [ανέμη] 1. η ανέμη 2. χειροκίνητο… …   Dictionary of Greek

  • ανεμίδι — Ελαφρός άνεμος· έτσι ονομάζεται επίσης και η ανέμη (βλ. λ.). (Βοτ.) Α. λέγεται το περίβλημα των κόκκων του σιταριού και των οσπρίων, που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. Τα α. περιέχουν θρεπτικές ουσίες ανώτερες από εκείνες του άχυρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”